- λοιδορήσαντος
- λοιδορέωabuseaor part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπώλησις — ἐπιπώλησις, ἡ (Α) [επιπωλούμαι] επίσκεψη, επιθεώρηση και ιδίως όνομα που απέδιδαν οι αρχαίοι γραμματικοί στο δεύτερο μισό τής ραψωδίας Δ τής Ιλιάδας («τοῡ Ἀγαμέμνονος ἐν τῇ ἐπιπωλήσει τὸν Διομήδην λοιδορήσαντος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek